πετρελαιοπαραγωγός — ο, η αυτός που παράγει πετρέλαιο: Πετρελαιοπαραγωγές χώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα Έκταση: 82.880 τ. χλμ Πληθυσμός: 2.407.460 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άμπου Ντάμπι (398.695 κάτ. το 1995)Κράτος της Αραβικής Χερσονήσου στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα ΝΔ με τη Σαουδική Αραβία … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek